Ο Νίκος Μπουρλάκης γράφει
στο ηλεκτρονικό περιοδικό https://www.basket.gr/e-magazine
της ΕΟΚ:
«Εποχές διαφορετικές,
φανταστείτε ότι γυρίζουμε το χρόνο 86 χρόνια πίσω. Με πιονέρους του αθλήματος
που φυσικά δε μπορούσαν να φανταστούν τι θα επακολουθούσε στην Ελλάδα και σε
ό,τι αφορά στο άθλημα που είχαν επιλέξει να δώσουν και τη ψυχή τους.
Το 1936 το μπάσκετ υπήρχε
στην Ελλάδα, προσπαθούσε να διαδοθεί χάρη σε λίγους εκλεκτούς φίλους του
αθλήματος, γίνονταν πρωταθλήματα ή τουρνουά, αλλά τον Ιούνιο εκείνου του έτους
φτάσαμε σε μια ιστορική στιγμή.
Ήταν 22 Ιουνίου του 1936
όταν οι εφημερίδες της εποχής προβάλλουν ένα πολύ σημαντικό γεγονός: Για πρώτη
φορά στα χρονικά, καταρτίστηκε Εθνική Ομάδα στο μπάσκετ, προκειμένου μάλιστα να
ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αντιμετωπίσει την Εθνική
Τουρκίας.
Για την εποχή εκείνη ήταν
σημαντική είδηση. Και μάλιστα μέσα στο ρεπορτάζ της εφημερίδας ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
διαβάσαμε πολύ ωραία πράγματα για τις πρώτες συναντήσεις της Εθνικής μας ομάδας
κόντρα στην Τουρκία στην Κωνσταντινούπολη.
Διαβάσαμε ακόμα και το
«πρωτόγονο» scouting της εποχής (αλλά επίσης έχει ενδιαφέρον) καθώς επίσης και
τη ζωή των διεθνών μας στην Πόλη. Με την υπογραφή του μεγάλου δημοσιογράφου,
Νίκου Γκούμα, του πρώτου αθλητικού συντάκτη που έγινε μέλος της ΕΣΗΕΑ.
Έχουμε και λέμε:
Μέσα από το ρεπορτάζ
έγιναν δριμύτατες παρατηρήσεις στον ΣΕΓΑΣ επειδή είχε αργήσει να φτιάξει την
Εθνική ομάδα στο μπάσκετ, οργανωμένα και με τις απαραίτητες διαδικασίες. Όπως
αναφέρεται, η Εθνική ομάδα καταρτίστηκε κατόπιν ατομικής πρωτοβουλίας. Από τους
πιονέρους του αθλήματος στην Ελλάδα.
Οι Αγγέλου, Μπαχώμης,
Κουτσαλέξης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Σαπουντζάκης (Νήαρ Ηστ), Αμαραντίδης
(Πειραϊκός), Νανές (Ηρακλής), Σκυλογιάννης (Πανελλήνιος) και Βάσσης (Πανιώνιος)
ήταν οι παίκτες. Συνοδός της ομάδας ήταν ο κ.Νιάτας και προπονητής ο Μάικλ
Στεργιάδης. Μαθητής του Τζέιμς Νέισμιθ (του ανθρώπου που ανακάλυψε το μπάσκετ)
κι εκ των πρωτεργατών του μπάσκετ όπως και του βόλεϊ στην Ελλάδα.
Τι λέει λοιπόν το ρεπορτάζ
για τα προσόντα των παικτών; Εδώ είναι το ενδιαφέρον…
Μπαχώμης (αρχηγός): Από
τους πιο παλιούς αθλητές του μπάσκετ αφού παίζει από το 1927 στο Πανεπιστήμιο
ως κεντρικός κυνηγός (σ.σ φανταζόμαστε σέντερ είναι αυτό). Στο αθηναϊκό
πρωτάθλημα του 1933 όλοι είδαν στο πρόσωπό του το μελλοντικό άσο του μπάσκετ. Σήμερον
(σ.σ το 1936) κατέχει τον τίτλο του καλύτερου μπασκετμπολίστα της Ελλάδας.
Αληθινός μαέστρος,
εμψυχώνει τους παίκτες με το ανωτέρας κλάσεως παιχνίδι του.
Είναι και ο ψηλότερος
παίκτης της ομάδας με ύψος 1,95 μέτρα. Παμψηφεί ορίστηκε αρχηγός της πρώτης
Εθνικής ομάδας.
Αγγέλου: Η μεγαλύτερη
αποκάλυψη του πρωταθλήματος του 1936. Ανακάλυψη του Μάικλ Στεργιάδη, κατόρθωσε
μέσα σε δύο χρόνια που παίζει μπάσκετ ν’ αναδειχθεί μέσα στους καλύτερους
γκαρντ (μπακ) απ’ όσα μας έχουν παρουσιάσει οι ελληνικές ομάδες. Εις το ύψος
συναγωνίζεται τον Μπαχώμη, είναι στα 1,93μ. Στην ηλικία των 19 ετών είναι ο
Βενιαμίν της ομάδας.
Κουτσαλέξης: Συμβαδίζει με
τον Αγγέλου στο ύψος, στην εξέλιξη και στην ηλικία. Κι αυτός εύρημα του
Στεργιάδη. Έπαιξε μπάσκετ προ διετίας και η εξέλιξή του υπήρξε καταπληκτική.
Έχει ύψος 1,90 μέτρα.
Αμαραντίδης: Ο άνθρωπος
λάστιχο. Ο άνθρωπος κατσαρίδα (σ.σ. αηδιαστικό… Καλό ήταν αυτό τώρα;). Ο
άνθρωπος διάβολος, να τι είναι ο Αμαραντίδης. Έχει ύψος 1,65 μέτρα και είναι ο
παλιός δάσκαλος του μπάσκετ. Παίζει κι αυτός από το 1927 και είναι 25 ετών.
Το πέρασμά του είναι
σίφουνας, η ντρίμπλα του κομψοτέχνημα, το σουτ
του γκολ!
Είναι ο πιο ακμαίος
παίκτης της ομάδας κι ας τον ονομάζει παλίμπαιδα ο Μπαχώμης. Θα είναι ασφαλώς ο
σκόρερ τα ομάδας.
Σαπουντζάκης: Ο Μπαχώμης
λέει γι’ αυτόν ότι «πρόκειται περί ενός αληθινού ταλέντου του μπάσκετ». Έπαιξαν
μαζί στο Πανεπιστήμιο κι από πέρυσι (σ.σ. 1935) αγωνίζεται στη Νήαρ Ηστ. Το
όνομα του Σαπουντζάκη έχει επιβληθεί στον κόσμο των αθλοπαιδειών.
Είναι ο αριστοτέχνης της
ντρίμπλας και ο ορμητικότερος παίκτης.
Είναι 22 ετών, έχει ύψος
1,85 μέτρα και είναι έφεδρος ανθυπολοχαγός.
Νανές: Τον θαυμάσαμε στο
περσινό πρωτάθλημα όπου η ομάδα του, ο Ηρακλής, κατέκτησε τον τίτλο. Παίζει
γκαρντ από το 1927 και θα αποτελέσει μαζί με τον Αγγέλου την ιδεωδεστέρα άμυνα
που μπορούν να παρουσιάσουν τα εθνικά μας χρώματα. Έχει ύψος 1,88μ. και είναι
25 ετών. Εκτός του αρχηγού της η ομάδα υπακούει κι αυτόν διότι είναι ο
καλύτερος παίκτης που είδε μέχρι τώρα η Θεσσαλονίκη. Και η πόλη του είναι
ανεπτυγμένη στο μπάσκετ.
Σκυλογιάννης: Η αντοχή, το
σθένος και η τέχνη προσωποιημένα. Ευκίνητος, αποτελεσματικός, σθεναρός κυνηγός.
Ακούραστο, ταχύ, εξυπνότατο μπακ.
Επιδίδεται με επιτυχία σε
όλες τις αθλοπαιδειές και γι’ αυτό έχει αποκαλεστεί «πρύτανης των
αθλοπαιδειών».
Είναι ένα από τα
πολυτιμότερα στοιχεία της Εθνικής μας και το άσχημο είναι ότι ο καημένος είναι
φαντάρος. Είναι 22 ετών κι έχει ύψος 1,76 μέτρα ενώ ανήκει στον Πανελλήνιο που
κέρδισε πέρυσι (σ.σ. 1935) το πρωτάθλημα Αθηνών.
Βάσσης: Ο πιο φιλότιμος
και συμπαθής παίκτης της ομάδας μας. Αγωνίζεται χρόνια με την καρδιά του και
είναι χωρίς υπερβολή ο εμψυχωτής του Πανιωνίου.
Κάπου εδώ τελειώνει η
ανάλυση των ατομικών προσόντων των παικτών της πρώτης Εθνικής ομάδας. Αν μη τι
άλλο πολύτιμες πληροφορίες για μια εποχή πολύ μακρινή.
Πάμε λοιπόν και στον πρώτο
αγώνα, στην Κωνσταντινούπολη κόντρα στην Τουρκία.
Οι Τούρκοι επικράτησαν
49-12, σ’ έναν αγώνα που έγινε στις 10 το βράδυ στο κλειστό γήπεδο της ΧΑΝ υπό
το φως των προβολέων. Άγνωστα πράγματα αυτό για τους Έλληνες μπασκετμπολίστες
τότε…
Μάλιστα υπήρξαν και πολλοί
ομογενείς που κάθισαν στο δεξί μέρος των κερκίδων. Η είσοδος της ελληνικής
ομάδας προκάλεσε ενθουσιασμό τόσο στους ομογενείς όσο και στους Τούρκους.
Κι εδώ αρχίζουν τα ωραία!
Το ρεπορτάζ αναφέρει προκλητική διαιτησία του Τούρκου ρέφερι. Με άγριες
αποδοκιμασίες από τους ομογενείς αλλά και τους Τούρκους. Οι ομογενείς μετά το
10ο λεπτό αποχώρησαν από το γήπεδο καλώντας και τους Έλληνες διεθνείς να τους
ακολουθήσουν.
Στο δεύτερο ημίχρονο η
ελληνική ομάδα παρουσιάστηκε χωρίς τους Αγγέλου και Σαπουντζάκη οι οποίοι στο
πρώτο μέρος είχε χρεωθεί από τέσσερα ανύπαρκτα φάουλ όπως λέει το ρεπορτάζ.
Η ρεβάνς όμως ήταν
θριαμβευτική. Πάλι στην Κωνσταντινούπολη η Εθνική ομάδα επικράτησε με 27-19. Κι
αφού δεξιώθηκε την αποστολή η Ομοσπονδία της Τουρκίας άρχισε η επιστροφή στην
Ελλάδα.
Όμως τα πιο ωραία αρχίζουν
μετά. Ο ρεπόρτερ Νίκος Γκούμας που είχε ακολουθήσει την ομάδα στην Πόλη άρχισε
να μεταφέρει «πινελιές» από την περιπέτεια εκείνη. Που βέβαια έχουν ιστορική
σημασία πλέον.
Πως έγραφαν τα ονόματα των
παικτών μας οι εφημερίδες στην Τουρκία.
Ατζέλογλου ήταν ο Αγγέλου,
Μανσού ο Νανές, Μπουλόμης ο Μπαχώμης, Σατιτζιουλάκης ο Σαπουντζάκης,
Μαρουφαντής ο Αμανατίδης, Κόστι Λάκης ο Κουτσαλέξης και Οκιλογιούς ο
Σκυλογιάννης.
Στη διάρκεια του ταξιδιού
στο βαπόρι, ο συνοδός κ.Νιάτας έκανε συνέχεια πλάκες. Ο κόουτς Στεργιάδης ήταν
δεινός χορευτής, ο Σαπουντζάκης περίφημος μαέστρος, ο Νανές έξοχος προικοθήρας,
ο Αμαραντίδης… καρπαζοειπσράκτορας, ο Σκυλογιάννης φοβερός φάλτσος, ο Μπαχώμης αρχηγός
και ο Βάσσης με τον Αγγέλου… μεγάλα ψάρια. Δεν έκαναν τίποτα!!!
Το πουκάμισο του
Αμαραντίδη προκάλεσε εντύπωση καθώς θύμιζε περικάλλυμα παπλώματος. Κι έτσι όλοι
του έβγαλαν το παρατσούκλι «Ο Κουρτινές»!
Επίσης ο Αμαραντίδης
ξυπνούσε πάντα από τα άγρια χαράματα, πρώτος απ’ όλους. Ο Μάικλ Στεργιάδης
ανησύχησε κι άρχισε να τον παρακολουθεί. Τον είδε να πλένει τις κάλτσες του και
να τις απλώνει. «Φεύγοντας από την Αθήνα ξέχασα τις κάλτσες μου κι έμεινα μόνο
με ένα ζευγάρι, αυτό που φοράω. Πρέπει να τις πλένω κάθε μέρα»!!!
Ο συνοδός Νιάτας
εξιστορούσε στους παίκτες μια ιστορία που είχε… καρπαζώσει ένα μαθητή του όταν
τον συνέλαβε να προσπαθεί να κάνει «10» το «9» που του είχε βάλει στον έλεγχο.
Μετά τη νίκη στο δεύτερο
ματς, ο Στεργιάδης έβαλε τη μικρή του κόρη να φιλήσει έναν έναν τους διεθνείς
μας που ήταν στη σειρά. Κι εκείνοι συγκινήθηκαν.
Στα σοκάκια της
Κωνσταντινούπολης περπατούσαν οι παίκτες κι έκαναν παζάρια με τους
μικροπωλητές. Ο πιο ψηλός ο Μπαχώμης, κρυβόταν πίσω τους. Κι όταν έφευγαν χωρίς
να αγοράσουν τίποτα, ένα κεφάλι… ξεπρόβαλλε κι έλεγε: «Τεσεκιουρ εντερίμ»!
Δηλαδή «ευχαριστώ».
Ο Νανές είχε μαζί του 4
κοστούμια αλλά επέστρεψε με δύο. Γιατί; Η εφημερίδα εξηγεί με… πονηρό τρόπο:
«Άσχημο πράγμα να είναι κανείς όμορφος και ν’ αρέσει στα χανουμάκια. Πιο άσχημο
όμως είναι να αρέσουν περισσότερο στα χανουμάκια τα… κοστούμια»!!!
Ο Βάσσος και ο
Σκυλογιάννης είχαν ανακαλύψει τα λουκούμια του Χατζή-Μπεκίρ. Που ήταν υπέροχα
αλλά πανάκριβα!!!
Αναφέρεται ακόμα ότι οι
Τούρκοι ήταν ευγενέστατοι και φιλόξενοι αλλά είχαν ένα «κακό»: Δεν ήταν
ξενύχτηδες. Γι’ αυτό και ο Κουτσαλέξης έλεγε: «Όταν δεις ξενύχτη στην Πόλη,
εκατό τοις εκατό είναι Έλληνας».
Ο Σαπουντζάκης, επειδή
παρατάθηκε το ταξίδι έστειλε στο σώμα (ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός) τηλεγράφημα
για παράταση αδείας. Η απάντηση που ήρθε με λατινικούς χαρακτήρες («ντεν
εγκρίνεται άντεια») ήταν αρνητική. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε…
Ο Κουτσαλέξης αγόρασε μια
ντουζίνα πίπες για τους φίλους του στην Αθήνα.
Πρόκειται για ρεπορτάζ κι
αναφορές με ξεχωριστή σημασία κι αξία, που τα διαβάζουμε τώρα, 86 χρόνια μετά
κι ανακαλύπτουμε ότι ήταν τελικά η αγάπη, η αφοσίωση, η επιμονή και οι θυσίες
εκείνων των ανθρώπων που έχτισαν τα γερά θεμέλια ενός αθλήματος που έμελλε,
χρόνια μετά να εξελιχθεί σε εθνικό μας σπορ.
Και σε αυτούς που άρχισαν
να γράφουν αυτό το όμορφο παραμύθι, θα πρέπει να απονέμουμε τον προσήκοντα
σεβασμό.
0 Σχόλια